σώφρονα

σώφρονα
σώφρων
of sound mind
neut nom/voc/acc pl
σώφρων
of sound mind
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σώφρονα — Σώφρων of sound mind masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώφρον' — σώφρονα , σώφρων of sound mind neut nom/voc/acc pl σώφρονα , σώφρων of sound mind masc/fem acc sg σώφρονι , σώφρων of sound mind dat sg σώφρονε , σώφρων of sound mind nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σώφρον' — Σώφρονα , Σώφρων of sound mind masc acc sg Σώφρονι , Σώφρων of sound mind masc dat sg Σώφρονε , Σώφρων of sound mind masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… …   Dictionary of Greek

  • βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και …   Dictionary of Greek

  • δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • εχέθυμος — ἐχέθυμος, ον (Α) αυτός που υποτάσσει τις επιθυμίες και τα πάθη του, ο εγκρατής, ο σώφρων, ο κύριος τού εαυτού του. επίρρ... ἐχεθύμως (Α) κατά σώφρονα τρόπο, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + θυμός «νους»] …   Dictionary of Greek

  • κεκολασμένως — (Α) επίρρ. κόσμια, με μετριοφροσύνη, με σώφρονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκολασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κολάζω] …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”